- μολπα
- μολπάἡ дор. = μολπή См. μολπη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μολπά — μολπά̱ , μολπή dance fem nom/voc/acc dual μολπά̱ , μολπή dance fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπᾷ — μολπάζω sing of fut ind mid 2nd sg (epic) μολπάζω sing of fut ind act 3rd sg (epic) μολπή dance fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπᾶι — μολπᾷ , μολπάζω sing of fut ind mid 2nd sg (epic) μολπᾷ , μολπάζω sing of fut ind act 3rd sg (epic) μολπᾷ , μολπή dance fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπᾶς — μολπᾶ̱ς , μολπάζω sing of fut ind act 2nd sg (doric) μολπή dance fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπάν — μολπά̱ν , μολπή dance fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπάς — μολπά̱ς , μολπή dance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπάτιδα — μολπά̱τιδα , μολπῆτις she who sings and dances fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππιος — ἵππιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος … Dictionary of Greek